Η επίδραση της διγλωσσίας στην ευφυΐα του ατόμου απασχολεί τους ερευνητές από τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Η πιθανότητα της αρνητικής επίδρασης της διγλωσσίας στις διανοητικές ικανότητες του ατόμου εκφράζεται με δύο τρόπους. Αρχικά, υπάρχει η πεποίθηση ότι η μάθηση και η χρήση μιας δεύτερης γλώσσας από ένα άτομο και η επιδεξιότητα του στην πρώτη γλώσσα, είναι δύο μεταβλητές μεταξύ των οποίων υπάρχει «αρνητική συνάφεια». Συγκεκριμένα, η αύξηση στη μάθηση της δεύτερης γλώσσας, συνεπάγεται μείωση στην επιδεξιότητα της πρώτης γλώσσας.
Επιπλέον, συχνά εκφράζεται η αγωνία σχετικά για το αν η ικανότητα ενός ατόμου να μιλάει δύο γλώσσες έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα της σκέψης του. Ο Baker (2001) τονίζει ότι η διαίσθηση υπαγορεύει συνήθως ότι η ύπαρξη δύο γλωσσών μέσα στην περιοχή της σκέψης θα σημαίνει λιγότερο χώρο για την αποθήκευση άλλων τομέων της γνώσης. Σε σύγκριση με τον δίγλωσσο, ο μονόγλωσσος φέρεται να έχει μία γλώσσα και επομένως μεγαλύτερο χώρο αποθήκευσης άλλων πληροφοριών.
Ο Sugai (1989) υποστηρίζει ότι οι δίγλωσσοι μαθητές εμφανίζουν δυσκολίες στην προφορική έκφραση μέσα στην τάξη, έχουν μειωμένη επίδοση και μειωμένη συμμετοχή κατά τη μαθησιακή διαδικασία.
Η Σκούρτου στο άρθρο της «Δίγλωσσοι μαθητές στο Ελληνικό Σχολείο» (2002) παρουσιάζει εκτενώς δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις ως προς τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της διγλωσσίας και της ευφυΐας. Η αντίληψη ότι οι γλώσσες που συγκροτούν το γλωσσικό ρεπερτόριο του δίγλωσσου μαθητή αντιπροσωπεύουν μια γνωστική/διγλωσσική σχέση αναπτύχθηκε στον αντίποδα της αντίληψης που αντιμετωπίζει τις γλώσσες του δίγλωσσου μαθητή ως άθροισμα. Πρόκειται για τη θεώρηση εκείνη που θέλει τις γλώσσες να αντιπροσωπεύουν ξεχωριστά αυτόνομα συστήματα και μεγέθη, χωρίς εννοιολογικές και γλωσσικές επικαλύψεις. Ό,τι μαθαίνεται μέσω της μιας γλώσσας δεν έχει σχέση με αυτό που μαθαίνεται μέσω της άλλης. Κατ’ επέκταση, η ανάπτυξη μιας γλώσσας περνά αποκλειστικά μέσα από κανάλια αυτής της ίδιας γλώσσας. Αυτός ο διαχωρισμός των γλωσσών που διατυπώθηκε σχηματοποιημένα με τη μεταφορά των χωριστών «μπαλονιών» που καταλαμβάνουν «χώρο» στον ανθρώπινο εγκέφαλο (Baker, 2001) στηρίζεται στην αντίληψη ότι κάθε νέα γλώσσα προστίθεται ως αυτόνομο σύνολο με συγκεκριμένο «όγκο» στο γλωσσικό ρεπερτόριο. Στην ακραία της συνέπεια, η υπόθεση της χωριστής γλωσσικής ικανότητας παραπέμπει στην νοητική επιβάρυνση όσων γίνονται δίγλωσσοι, χωρίς να έχουν το ατομικό χάρισμα ενός υψηλού δείκτη νοημοσύνης. Σύμφωνα με τη αντίληψη, μόνο ο συνδυασμός υψηλής ευφυΐας και διγλωσσίας προστατεύει το δίγλωσσο άτομο από τις επιβλαβείς συνέπειες της διγλωσσίας. Πραγματικά, αν οι γλώσσες αντιπροσωπεύουν αυτόνομα σύνολα, τότε είναι πιθανόν ο «όγκος» των γλωσσών να επιβαρύνει το δίγλωσσο άτομο και να πρέπει να τεθούν όρια στην επέκταση της διγλωσσίας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Αντίθετα με αυτήν την υπόθεση αναπτύχθηκε η άποψη ότι οι γλώσσες αναπτύσσονται σε αλληλεξάρτηση η μια από την άλλη, και όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία, τα νοήματα μεταφέρονται από τη μια γλώσσα στην άλλη, διευρύνοντας κατά συνέπεια την αντιληπτική ικανότητα του δίγλωσσου και την ευφυΐα του.
Ο Baker (2001, αναφορά στη Δέδε, 2005) διατυπώνοντας κάποια βασικά ερωτήματα σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της διγλωσσίας στην αποδοτικότητα του ατόμου διέκρινε τρεις περιόδους:
1) την περίοδο των επιβλαβών συνεπειών της διγλωσσίας στην ευφυΐα του ατόμου, 2) την περίοδο των ουδέτερων συνεπειών και τέλος 3) την περίοδο των θετικών συνεπειών.
1) Η περίοδος των επιβλαβών συνεπειών.
Από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα ως τη δεκαετία του 1960 περίπου, στους κύκλους των ακαδημαϊκών επικρατεί η άποψη ότι η διγλωσσία βλάπτει τη σκέψη. Ο Laurie (1890) υποστήριξε ότι η διανοητική ανάπτυξη του δίγλωσσου δεν θα διπλασιαστεί, αν κάποιος είναι δίγλωσσος, αντίθετα, η νοητική και ψυχική του ανάπτυξη θα περιοριστούν κατά το ήμισυ. Η άποψη αυτή του Laurie συμβαδίζει με τις απόψεις των ερευνητών στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες την ίδια εποχή (Baker, 2001).
Οι πρώτες έρευνες σχετικά με τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία (D.J. Saer 1923, Saer, Smith & Hughes 1924, Darcy 1953, Nanez, Padilla & Maez 1992, αναφορά στον Baker, 2001) επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η διγλωσσία βλάπτει τη σκέψη. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνών αυτών, οι μονόγλωσσοι είχαν καλύτερη επίδοση στα διανοητικά τεστ απ’ ό,τι οι δίγλωσσοι. Όπως επισημαίνει ο Baker (2001) ενδεχομένως να υπάρχουν περιπτώσεις όπου το επίπεδο απόδοσης των δίγλωσσων είναι χαμηλότερο από εκείνο των μονόγλωσσων, ωστόσο οι πρώτες αυτές έρευνες που υποδείκνυαν επιβλαβείς συνέπειες της διγλωσσίας στη σκέψη, παρουσιάζουν ποικίλες μεθοδολογικές αδυναμίες όπως: το έντονο πρόβλημα ορισμού και μέτρησης της ευφυΐας, η γλώσσα των τεστ που χρησιμοποιήθηκαν ήταν στην πιο «αδύναμη» γλώσσα των δίγλωσσων, η έλλειψη στατιστικών ελέγχων, η γενίκευση των αποτελεσμάτων παρά την έλλειψη επαρκούς δειγματοληψίας, η έλλειψη ισοδύναμων ομάδων σε ότι αφορά μεταβλητές όπως η κοινωνικο-πολιτιστική τάξη, το φύλο, η ηλικία, το είδος του σχολείου στο οποίο φοιτούν και το αστικό ή αγροτικό, αθροιστικό ή αφαιρετικό γλωσσικό περιβάλλον των ατόμων που έλαβαν μέρος στην έρευνα.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα των επιβλαβών συνεπειών διήρκησε από τη δεκαετία του 1920 ως τη δεκαετία του 1960. Το επικρατέστερο αποτέλεσμα ήταν ότι οι δίγλωσσοι ήταν κατώτεροι από τους μονόγλωσσους σε ό,τι αφορά κυρίως τον προφορικό δείκτη νοημοσύνης (ΔΝ). Ωστόσο, οι πρώτες έρευνες για τη διγλωσσία και τον ΔΝ έχουν πολλά τρωτά σημεία και μεθοδολογικές ελλείψεις, γεγονός που δεν επιτρέπει την αποδοχή των συμπερασμάτων τους, σχετικά με επιβλαβείς συνέπειες.
2) Η περίοδος των ουδέτερων συνεπειών.
Ο αριθμός των ερευνών που δεν αναφέρουν καμία διαφορά μεταξύ του ΔΝ των δίγλωσσων και των μονόγλωσσων αρχικά τουλάχιστον ήταν ελάχιστος, ωστόσο η περίοδος αυτή είναι σημαντική καθώς βοήθησε στον εντοπισμό των μεθοδολογικών ελλείψεων των πρώτων ερευνών κατά την περίοδο των επιβλαβών συνεπειών και στην αμφισβήτηση των ευρημάτων τους (Baker, 2001). Η έρευνα των Pintner και Arsenian (1937, στην Εγγονίδου, 2004) στις Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξε σε μια μηδενική αντιστοιχία ανάμεσα στο λεκτικό και μη λεκτικό ΔΝ μεταξύ δίγλωσσων και μονόγλωσσων σε Γερμανοεβραϊκά-Αγγλικά. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Jones (1959) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μονόγλωσσοι και οι δίγλωσσοι δε διαφέρουν σημαντικά ως προς το μη λεκτικό ΔΝ, αρκεί να λαμβάνεται υπόψη το επάγγελμα των γονέων και η κοινωνικο-οικονομική τάξη, και τόνισε ότι η διγλωσσία δεν είναι απαραίτητα αιτία διανοητικής μειονεξίας.
3) Η περίοδος των θετικών συνεπειών.
Πολύ σημαντική για τη μελέτη της διγλωσσίας και της γνωστικής λειτουργίας ήταν η έρευνα των Peal και Lambert (1962) στον Καναδά. Το αρχικό δείγμα των ερευνητών ήταν 364 γαλλόφωνα και αγγλόφωνα παιδιά ηλικίας 10 ετών. Στη συνέχεια το δείγμα περιορίστηκε σε 110 παιδιά αμφιδύναμα δίγλωσσα και εξισωμένα ως προς την κοινωνικο-οικονομική τάξη, τα οποία εξέτασαν σε γλωσσικά και μη γλωσσικά τεστ ευφυΐας, με σκοπό τη μελέτη της επίδρασης της διγλωσσίας στην διανοητική λειτουργία των παιδιών και τη σχέση μεταξύ διγλωσσίας, σχολικής επίδοσης και στάσης των παιδιών απέναντι στην κοινωνική ομάδα των ατόμων που μιλούν τη δεύτερη γλώσσα. Οι Peal και Lambert (1962) συμπέραναν ότι η διγλωσσία παρέχει μεγαλύτερη διανοητική ευελιξία, ικανότητα για περισσότερο αφαιρετική σκέψη, υπεροχή στη διαμόρφωση της αντίληψης, ανάπτυξη του ΔΝ και θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο γλωσσών του δίγλωσσου, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη του λεκτικού ΔΝ. Η προαναφερθείσα μελέτη αν και κατέχει κεντρική θέση στις έρευνες για τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία, παρουσιάζει ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες όπως η αδυναμία γενίκευσης των αποτελεσμάτων βάσει του δείγματος που εξετάστηκε, η απουσία σαφή προσδιορισμού της αιτιακής σχέσης διγλωσσίας και νόησης, η ανεπάρκεια της εξίσωσης της κοινωνικο-οικονομικής τάξης των παιδιών που εξετάστηκαν (Baker, 2001). Η αξιοσημείωτη μελέτη των Peal και Lambert (1962), προσέγγισε τα αποτελέσματα των ερευνών του Σοβιετικού ψυχολόγου Vygotsky (1962), αναφορικά με το προβάδισμα των δίγλωσσων στη διαμόρφωση εννοιών, τη δημιουργικότητα, τη μεταγλωσσική συνείδηση και την επίλυση προβλημάτων (Εγγονίδου, 2004)
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι το κύριο πρόβλημα ανάμεσα στην ευφυΐα και τη διγλωσσία έγκειται στη μέτρηση της αμελητέας καθημερινής «ευφυΐας», και στην έλλειψη «αντιπροσωπευτικού δείγματος». Τα τεστ νοημοσύνης μετρούν ένα αμελητέο δείγμα ευφυΐας. αυτό που εμπεριέχεται στη συγκεκριμένη κόλλα του τεστ. Ο Baker (2001) τονίζει την αδυναμία των ερευνών να εξετάσουν τη σχέση ανάμεσα στη διπλή γλωσσική ιδιοκτησία του ατόμου και σε όλα τα συστατικά που μπορεί να περιλαμβάνει ο ευρύς όρος «ευφυΐα». Παρά το ότι συχνά υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι η σχέση μεταξύ διγλωσσίας και ευφυΐας είναι αρνητική, πρόσφατες έρευνες θεωρούν ότι κάτι τέτοιο αποτελεί παρανόηση και οι μελετητές υποστηρίζουν ότι μπορούμε να αναμένουμε μια πιο θετική σχέση διγλωσσίας και γνωστικής λειτουργίας, ειδικά στην περίπτωση των αμφιδύναμα δίγλωσσων (Baker, 2001). Η Romaine (1989), υποστηρίζει ότι το ερώτημα αναφορικά με το αν υπάρχουν γνωστικά οφέλη στα δίγλωσσα άτομα, παραμένει αναπάντητο, καθώς φαίνεται ότι η σχέση που διέπει διγλωσσία και ευφυΐα επηρεάζεται από κοινωνικούς παράγοντες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου